- χωριστώς
- Αεπίρρ. βλ. χωριστός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χωριστῶς — χωριστός separable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστός — ή, ό / χωριστός, ή, όν, ΝΜΑ [χωρίζω] χωρισμένος, μεμονωμένος, μόνος, ιδιαίτερος (α. «έχουν χωριστές κρεβατοκάμαρες» β. «χωριστῷ τόπῳ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «χωριστός φθόγγος» μουσ. φθόγγος μη συνδεδεμένος με άλλους σε ενιαία φράση νεοελλ. μσν.… … Dictionary of Greek